ωρακιώ

ωρακιώ
(I)
και ὠρακιῶ, -άω, ΜΑ
γίνομαι κίτρινος σαν το κερί, ωχριώ, λιποθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὡρακιῶ, με επίθημα -ιάω, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἰλλιγγιῶ), προϋποθέτει αμάρτυρο τ. *ὥρ-αξ «αδιάθετος» (πρβλ. νέ-αξ, πλούτ-αξ), παράλληλο τ. αμάρτυρης θεματικής μορφής *Fῶρος ή *Fώρα. Η σημ., εξάλλου, τού ρ. «λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου» θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεση του με τον τ. ὤρος* «ύπνος». Το ασταθές, τέλος, πνεύμα τού ρ. δικαιολογείται για έναν τ. με αρκτικό -F-].
————————
(II)
-άω, ΜΑ
βλ. ὡρακιῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὠρακίω — ἀρακίω , ἀράκιον neut nom/voc/acc dual ἀρακίω , ἀράκιον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρακιῶ — ὡρακίζω fut ind act 1st sg (attic epic doric) ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint imperf ind mp 2nd sg ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres imperat mp 2nd sg ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὡρᾱκιῶ , ὡρακιάω faint pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρακίζω — ΜΑ ὡρακιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ὡρακιῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”